- ἀϊδρήεις
- ἀϊδρήεις, εσσα, εν, = sq., Nic.Al.415.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αϊδρήεις — ἀιδρήεις, εσσα, εν (Α) ο άιδρις … Dictionary of Greek
ἀιδρήεντα — ἀιδρήεις neut nom/voc/acc pl ἀιδρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] … Dictionary of Greek